κοπίς — κοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοπίδα … Dictionary of Greek
κοπίς — chopper fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπις — (I) κόπις, ἡ (ΑM) [κοπή] 1. το κεντρί 2. μτφ. ανησυχία. (II) κόπις, ιδος, ὁ (Α) φλύαρος, ψευδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή. Παρόμοια σημασιολογική απόχρωση παρατηρείται και στο β συνθετικό κόπος (< κόπος) τού δημο κόπος] … Dictionary of Greek
κόπις — κόπῑς , κόπις prater fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόπις prater fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπεῖσι — κόπις prater fem dat pl (attic epic) κόπτω cut aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπεῖσιν — κόπις prater fem dat pl (attic epic) κόπτω cut aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπίδα — κοπίς chopper fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπίδας — κοπίς chopper fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπίδες — κοπίς chopper fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπίδι — κοπίς chopper fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπίδος — κοπίς chopper fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)